θαμπά

θαμπά
επίρρ. βλ. θαμπός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… …   Dictionary of Greek

  • επίχνους — ἐπίχνους, ὁ (A) 1. φρ. «ὄμματα ἐπίχνουν ἔχοντα» μάτια που βλέπουν θαμπά, σαν να τά εμποδίζει κάποιο χνούδι 2. χνουδωτό πολύτιμο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + χνους* «χνούδι»] …   Dictionary of Greek

  • θαμποφέγγω — φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω …   Dictionary of Greek

  • θαμποφαίνεται — φαίνεται θαμπά, μισοφαίνεται …   Dictionary of Greek

  • θαμπός — και θαμβός, ή, ό (Μ θαμβός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που έχει θολή επιφάνεια, αυτός που έχει υποστεί απώλεια ή μείωση τής στιλπνότητας ή τής διαύγειας του («θαμπός καθρέφτης») 2. αυτός που δεν διακρίνεται με σαφήνεια («θαμπή εικόνα») 3. (για την… …   Dictionary of Greek

  • θολερός — ή, ό (ΑΜ θολερός, ά, όν) [θολός] νεοελλ. 1. θολός, ημιδιαφανής, θαμπός 2. σκιερός 3. (εντομ.) το θηλ. ως ουσ. η θολερά γένος λεπιδόπτερων εντόμων αρχ. 1. (για υγρά και για ταραγμένο νερό) α) λασπώδης, βορβορώδης, ταραγμένος β) σκοτεινός,… …   Dictionary of Greek

  • θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… …   Dictionary of Greek

  • κατάλπα — (Catalpa). Γένος της οικογένειας των βιγγονιιδών (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει 11 είδη, ιθαγενή στη βορειοανατολική Αμερική, στην ανατολική Ασία και στη δυτική Ινδία. Είναι φυλλοβόλα δέντρα μετρίων διαστάσεων, με αντίθετα, πολύ πλατιά, θαμπά,… …   Dictionary of Greek

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • μυξοίδημα — (Ιατρ.). Λέγεται και υποθυρεοειδισμός. Ασθένεια που οφείλεται σε ανεπάρκεια της ορμονικής έκκρισης του θυρεοειδούς. Είναι γνωστό το μ. του ενήλικου, αν και υπάρχει και ένα μ. του παιδιού (κρετινισμός), που συχνά συνοδεύεται από διανοητική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”